- ἐχθρόξενος
- ἐχθρό-ξενος, den Gastfreunden od. den Fremden feind, ungastlich
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εχθρόξενος — ἐχθρόξενος, ον (Α) ο εχθρός προς τους ξένους, ο αφιλόξενος, ο μισόξενος («γνάθος ἐχθρόξενος ναύταισι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + ξένος] … Dictionary of Greek
ἐχθρόξενος — hostile to strangers masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθρόξενον — ἐχθρόξενος hostile to strangers masc/fem acc sg ἐχθρόξενος hostile to strangers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθροξένοις — ἐχθρόξενος hostile to strangers masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθροξένους — ἐχθρόξενος hostile to strangers masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εχθρός — ά, ό, αρσ. και εχτρός και οχτρός (ΑΜ ἐχθρός, ά, όν, Μ αρσ. και ὀχθρός και ὀχτρός) 1. αυτός εναντίον τού οποίου αισθάνεται κάποιος έχθρα, μίσος, απέχθεια, αποστροφή («ἐχθρὸς γάρ μοι κεῑνος ὅμως Ἀΐδαο πύλῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. (συν. το αρσ. και θηλ. ως … Dictionary of Greek
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek